ἔρεε

ἔρεε
ἔρος 2
wool
neut nom/voc/acc dual (epic ionic)
ἐρέω
love
pres imperat act 2nd sg (epic ionic)
ἐρέω
love
imperf ind act 3rd sg (epic ionic)
ῥέω
flow
imperf ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… …   Dictionary of Greek

  • κορσεία — Αρχαία ορεινή πόλη της Λοκρίδας, κάτω από την οποία έρεε ο ποταμός Πλατάνιος. Σε μικρή απόσταση από αυτήν βρισκόταν ιερό άλσος του Ερμή, όπου, κατά τον Παυσανία, υπήρχε έως τον 2o αι. μ.Χ. άγαλμα του θεού. Οι νεότεροι μελετητές ταυτίζουν την Κ.… …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • κύβελα — Ονομασία όρους της Φρυγίας, κατά την αρχαιότητα, το οποίο αναφέρεται από τον Στράβωνα. Πιθανότατα η θεά Κυβέλη έλαβε το όνομά της από αυτό το όρος. Ανάμεσα στο όρος Κ. και στις Κελαινές έρεε ο ποταμός Γάλλος. * * * κύβελα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • Βιβλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Μιλήτου, εγγονού του Μίνωα, και της κόρης του βασιλιά της Καρίας ή του Μαιάνδρου. Ερωτεύτηκε σφοδρά τον αδελφό της Καύνο, που για να την αποφύγει πήγε στην Καρία και ίδρυσε την ομώνυμη πόλη. Από την απελπισία της, η Β …   Dictionary of Greek

  • Ηλύσιον — Αρχικά, Η. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες κάθε τόπος ιερός και άβατος, αφιερωμένος σε κάποια θεότητα. Αργότερα ονομάστηκε Η. πεδίον ένας φανταστικός τόπος, που είχε δέντρα αειθαλή, δεν έπεφτε εκεί ούτε βροχή ούτε χιόνι, έπνεε πάντα ζέφυρος… …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • Κελάδων — Ονομασία ποταμού κατά την αρχαιότητα, ο οποίος έρεε στα σύνορα Αρκαδίας και Πυλίας, στον δρόμο από τη Σκιλλούντα στη Μεγαλόπολη. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Κ. εξέβαλλε στον Αλφειό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”